Image via Wikipedia
Tο calcium carbonate white ήταν το πιο σύνηθες από τα χρώματα της επιτοίχιας διακόσμησης, είτε αναμεμειγμένο με άλλα χρώματα για τη δημιουργία πιο φωτεινού τόνου είτε σκέτο και παχύ για δημιουργία εντυπωσιακών λεπτομερειών / highlights.
Η χρήση του μαύρου ήταν εξίσου σημαντική μ' αυτή του άσπρου καθώς αυτό είναι που παράγει όλους τους σκοτεινούς τόνους και τις σκιές. Το μαύρο προέκυπτε από ασβέστη και κάρβουνο, αλλά αυτό που προέρχονταν από την καπνιά, ήταν πολύ καλύτερης ποιότητας κυρίως για τα προσχέδια.
Οι φυσικές ώχρες, δηλαδή limonite, goethite και αιματίτης, χρησιμοποιούνταν άφθονα σε μία πληθώρα χρωμάτων από άτονο κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο μέχρι κόκκινο καφέ. Οι χημικές αλλά και φυσικές ιδιότητές τους τις καθιστούν εύκολες στη χρήση σε επιτοίχιες συνθέσεις, ενώ παράλληλα βρίσκονται, δουλεύονται και αναμειγνύονται εύκολα με άλλες χρωστικές. Επιπλέον προσκολλώνται καλά σε μία βάση ασβέστη, διαρκούν πολύ και διαθέτουν μεγάλη αδιαπερατότητα. Μάλιστα όταν αναμειγνύονται μεταξύ τους, με άσπρο ή μαύρο δημιουργούν μεγάλη γκάμα σκιών απαραίτητων για το την τεχνική του chiaroscuro. Ο Πλίνιος αναφέρεται αναλυτικά στις ώχρες λέγοντας πως χρησιμοποιούνταν εκτενώς για σκιές και φως ανάλογα.
Ο καθαρός αιματίτης η σημαντικότερη χρωστική κόκκινου χρώματος και μοναδική σε ορισμένα μέρη όπως στην Πύδνα, δίνει χρώμα κόκκινο κορεσμένο, λόγω της καθαρότητας και λόγω του μεγέθους του κόκκου του. Το ενδιαφέρον με τις κόκκινες ώχρες ήταν ότι το άλεσμά τους αύξανε ιδιαίτερα τη δύναμή τους ως χρωστικών. Επομένως, όσο πιο καλής ποιότητας ήταν μία ώχρα, τόσο πιο έντονο ήταν το αποτέλεσμά της. Ο ρόλος αυτών των χρωστικών, για την παραγωγή νέων χρωμάτων μέσω της ανάμειξης είναι μεγάλη σημασίας. Οι μοβ τόνοι προέκυπταν για παράδειγμα από την ανάμειξη της κόκκινης ώχρας με το μαύρο (carbon black), το αιγυπτιακό κυανό και το violet lake. Οι θερμοί τόνοι προέρχονταν από την ανάμειξη κίτρινης ώχρας, carbon black και ανθρακικό ασβέστιο (calcium carbonate).
Οι πράσινες αποχρώσεις προέκυπταν από ανάμειξη κίτρινης ώχρας με carbon black για τις ζεστές αποχρώσεις και με Αιγυπτιακό κυανό για τους πιο ψυχρούς τόνους. Πάντως γεγονός είναι ότι στα Μακεδονικά μνημεία δεν συναντούμε συχνά καθαρούς πράσινους τόνους. Πάντως οι αρχαίοι γνώριζαν πως με την ανάμειξη κίτρινου και μαύρου παράγονταν το πράσινο, όπως αναφέρει και ο Πλάτωνας στον Τίμαιο (68c), αν και οι Πλίνιος και Βιτρούβιος δεν αναφέρουν καθόλου σχετικές οδηγίες για την παραγωγή του πράσινου χρώματος.
Από τις μπλε χρωστικές το Αιγυπτιακό κυανό, είναι το πιο σύνηθες μπλε της αρχαιότητας και πολύ σημαντικό για τη διακόσμηση αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, ζωόμορφων παραστάσεων, αλλά και για την απόδοση του εκάστοτε φόντου. Οι αρχαίοι τεχνίτες και ζωγράφοι φαίνεται να ήταν πολύ εξοικειωμένοι με τη χρήση αυτής της αμμώδους χρωστικής που το χρώμα της άλλαζε ανάλογα με το μέγεθος του κόκκου της, ώστε όσο πιο χοντρός ήταν ο κόκκος, τόσο πιο μαύρη να είναι η απόχρωση. Γενικά στα μνημεία της Μακεδονίας συναντάμε πλήθος αποχρώσεων που προέρχονται από τη διαφορετική σύνθλιψη ή από την εφαρμογή αιγυπτιακού μπλε επάνω σ' ένα υπόστρωμα μαύρου (εικ. 4). Ο Πλίνιος (Nat. Hist. 35, 162) αναφέρει ότι όσο πιο ανοιχτός ήταν ο τόνος του μπλε, τόσο πιο ακριβό ήταν αυτό, προφανώς γιατί χρειάζονταν περισσότερα στάδια επεξεργασίας, όπως πλύσιμο και σύνθλιψη. Το Αιγυπτιακό κυανό αναμειγνύονταν με ροζ και βιολετί οργανική ερυθρολακκίνη (organic lakes) για την παραγωγή μοβ αποχρώσεων, με κίτρινες ώχρες για την παραγωγή πράσινου και με λευκό και μαύρο για την παραγωγή ενός ψυχρού γκρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου