ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ
(1842- 1901)
Ο Νικόλαος Γύζης , ενας από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους αν όχι και ο μεγαλύτερος ,γεμάτος εσωτερικότητα και βαθειά αγνότητα που διαπερνα το εργο του,ενας από τους πρωτοπόρους της Σχολής του Μονάχου,γεννηθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου την 1η Μαρτίου του 1842.Απο πολύ μικρός εδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών αποφασίστηκε να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, όταν η τότε νόμιμη ηλικία ηταν τα δώδεκα έτη. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα το 1850. Ο Γυζης αρχικά παρακολουθει μαθήματα ως ακροατής στο Σχολείο των Τεχνών και κατόπιν από το 1854 φοιτησε κανονικα ως το 1864.
Ο Νικόλαος Γύζης, ηταν ένα από τα εξη παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της γυναίκας του Μαργαρίτας.Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821.Η αγάπη του για το σχέδιο, παρέκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις του φτωχού πατέρα του και στηριζόμενος παράλληλα στην διαισθηση της καλοκάγαθης μητέρας του , μπόρεσε να εγγραφεί στο Σχολείο των Τεχνών.
Ο Νικόλαος Γύζης , ενας από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους αν όχι και ο μεγαλύτερος ,γεμάτος εσωτερικότητα και βαθειά αγνότητα που διαπερνα το εργο του,ενας από τους πρωτοπόρους της Σχολής του Μονάχου,γεννηθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου την 1η Μαρτίου του 1842.Απο πολύ μικρός εδειξε την κλίση του στη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών αποφασίστηκε να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών, όταν η τότε νόμιμη ηλικία ηταν τα δώδεκα έτη. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα το 1850. Ο Γυζης αρχικά παρακολουθει μαθήματα ως ακροατής στο Σχολείο των Τεχνών και κατόπιν από το 1854 φοιτησε κανονικα ως το 1864.
Ο Νικόλαος Γύζης, ηταν ένα από τα εξη παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της γυναίκας του Μαργαρίτας.Σε ηλικία πέντε μόλις ετών αντέγραψε μια λιθογραφία στο πατρικό του σπίτι που αναπαρίστανε έναν αγωνιστή του 1821.Η αγάπη του για το σχέδιο, παρέκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις του φτωχού πατέρα του και στηριζόμενος παράλληλα στην διαισθηση της καλοκάγαθης μητέρας του , μπόρεσε να εγγραφεί στο Σχολείο των Τεχνών.
Στο τέλος των σπουδών του και μέσω του φίλου του και επίσης μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Ναζο, ο οποίος μεσολαβεί προκειμένου να του χορηγηθει υποτροφία από το Ευαγές Ιδρυμα του Ναου της Ευαγγελιστρίας της Τήνου ,για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου .¨Ετσι, πηγαίνει στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1865,σε ηλικία μόλις 23 ετών και εκεί παρατηρεί τα νέα γι αυτόν πράγματα, με εκστατικη συνείδηση και με δέος .Συχνάζει τακτικά στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου αφυπνιζεται η ελληνικότητα της σκέψης του και χωνεύονται σε πρώτη φάση οι ελληνικές του μνήμες.
Στο νέο του περιβάλλον συνηθίζει να εκκλησιάζεται τακτικα και ποτε στη ζωή του δεν ξέφυγε από το χριστιανικό ιδεώδες,πού τοσο αμόλυντο είχε φέρει από το Αιγιοπελαγίτικο νησί του ( Γιαννης Χ. Παπαιωάννου, Οι Ελληνες Ζωγραφοι).Ο φίλος του Νικηφόρος Λύτρας , στο Μόναχο γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και του συμπαρίσταται οσο μπορει. Ο Γυζης για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που του δημιουργούν οι καθυστερήσεις της υποτροφίας του, ζωγραφίζει μικρούς πίνακες που αγοράζονται εύκολα ..
Με ευελιξία ενστερνίζεται το πνέυμα του Μονάχου,τόση ώστε να χαρακτηριστεί αργότερα ως «γερμανικότερος των Γερμανων». Το έργο του Στην πηγή, του 1867, είναι ορόσημο της γερμανικης περόδου του αφου παρουσιάζει τέλεια προσαρμογή στα ιδεώδη του ακαδημαικού ρεαλισμού, που επικρατούσε στο Μόναχο την περίοδο εκείνη. Πρώτος δάσκαλός του ηταν ο Χ. Ανσουτς και ακολουθησε ο Α φον Βαγκνερ, στην ταξη του οποιου μπηκε τον Απρίλιο του 1867.
Τον Ιούνιο του 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ που είχε τη φήμη ενός εξοχου δασκάλου.Τό έργο του του του του χάρη στο οποίο έγινε δεκτός στις ταξεις του Πιλότυ ειχε ως θέμα του τον ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ, κι ο ζωγραφος το δώρισε (1869) στο Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ενδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης.Τα βιογραφικά στοιχεία που εχουμε για το Γύζη φωτίζονται σημαντικά από τις επιστολές του από το 1869 μέχρι το τέλος της ζωης του . Την επόμενη χρονιά 1870 σημειώνει σημαντικη ειτυχια με ένα πίνακα του κύκλου της γερμανικης ηθογραφίας με θέμα την ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ. Το 1871 κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο της Ακαδημίας και χρηματικο επαθλο για το εργο του ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΝΙΚΗΣ.
Το εργο αυτό είναι από τα γερμανικοτερα του Γυζη.(βλ. Μελισσα) .Εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας τον εγκωμιάζουν.Τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα, ζωγραφιζει κυρίως στα Μέγαρα(σπουδες εσωτερικων χωρων και αντιπροσωπευτικών ελληνικών τύπων) και συγκεντρωνει ένα μεγάλο υλικό που θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στη Γερμανία και πάλι.
Η δουλεια του στην Αθήνα ( εγκαθίσταται στην αυλη και απεναντι από το πατρικό του στην αδιεξοδη πάροδο της οδου Θεμιστοκλέους 18) δεν βρίσκει ανταπόκριση και μετα από ένα συντομο ταξιδι με το Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία απ οπου γυρίζει με ένα πλήθος σχέδια για μελλοντικά του έργα, αποφασιζει να ξαναγυρίσει στο Μόναχο μετά απο δίχρονη παραμονή στην Ελλάδα (Μαιος 1874).Τον Αυγουστο του 1880 ανακηρυσσεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Κατόπιν την Πρωτοχρονιά του 1881 πηρε δώρο από την Ελλάδα την επίσημη αναγνωριση, δίπλωμα και μετάλλιο του Γεωργίου του Α.
Το 1882 εκλέγεται παμψηφεί εκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.Στη Διεθνη Εκθεση του Μονάχου βραβευεται με ασημένιο μετάλλιο για την ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΗ . Με το περασμα του χρόνου δουλεύει το πολύ γνωστο ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ που είναι μια υποσυνειδητη αναφορα στα δικά του παιδικά χρόνια και από το 1884 αρχίζει να μελετά σε βάθος τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων.Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου.
Το 1892 είναι γεμάτο από διεθνείς διακρίσεις και η Πινακοθήκη του Μονάχου βραβεύει το έργο του ΑΠΟΚΡΗΑ ΣΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ.. Στη Μαδρίτη του απονέμεται άλλο χρυσό βραβείο για το ΤΑΜΑ. Ακολουθούν κι άλλες διακρίσεις από Γερμανούς και Γάλλους και το ΔΙΠΛΩΜΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ (1896) για το οποίο του απονεμήθηκε αργυρό μετάλλιο και είχε σαν θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας.Θα πρέπει να μνημονευτούν τα αριστουργήματά του ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ , ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΕΩΣ, Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ, σπουδες ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ , ο ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ και Η ΧΑΡΑ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ(1897). Το 1898 παίρνει το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη.
Δουλεύει την ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ και παραπονιέται λέγοντας με χιούμορ“Θα έκαμνα , εννοεϊς, με πολύ πλέον ευχαρίστησιν την αποθέωσιν της Ελλάδος , αλλά μόνος μου δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν…”. Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης αρρωσταίνει από λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι η προτροπή “ Λοιπον ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”(Γιάννης Παπαιωάννου, Οι Ελληνες ζωγράφοι).
Λύδια Βασιλειάδη: http://walking-greece.ana-mpa.gr/articleview2.php?id=3329
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου