Image by A Culinary (Photo) Journal via Flickr |
Χρώματα
Χρώμα, ονομάζεται κάθε υγρό που
περιέχει μία χρωστική ουσία, διαλυμένη. Τα κύρια συστατικά των χρωμάτων και των
βερνικιών, διακρίνονται σε φορείς, χρωστικές ύλες, ρητίνες και σε διαλυτικά και
στεγανωτικά υλικά.
Οι φορείς είναι τα βασικά υλικά
των χρωμάτων και των βερνικιών, τα οποία καθιστούν δυνατή την ομοιόμορφη
κατανομή των χρωστικών ουσιών και των ρητινών. Περαιτέρω, βοηθούν στην
προσκόλληση των μορίων των χρωστικών ουσιών και των ρητινών στην επιφάνεια
βαφής.
Οι χρωστικές ουσίες, οι οποίες αποτελούν
το σώμα του χρώματος, δίνουν τους διάφορους χρωματισμούς στις βαφόμενες
επιφάνειες και βρίσκονται διαλυμένες μέσα στον υγρό φορέα.
Οι ρητίνες αποτελούν το σώμα των βερνικιών.
Τα διαλυτικά υλικά,
χρησιμοποιούνται στα χρώματα και στα βερνίκια για να δώσουν την επιθυμητή
πυκνότητα, ώστε να διευκολύνεται η καλή εφαρμογή τους.
Τα στεγανωτικά ρυθμίζουν το χρόνο
στερεοποιήσεως των χρωμάτων και των βερνικιών. Η στερεοποίηση των χρωμάτων και
των βερνικιών, που χρησιμοποιούνται στα δομικά έργα, γίνεται διά της έκθεσής
τους στον ατμοσφαιρικό αέρα. Μετά την εξάτμιση του διαλύτη ή την οξείδωση του
ελαίου ή των ρητινών, ακολουθεί σκλήρυνση. Μετά την σκλήρυνση, δεν είναι δυνατή
η επαναφορά τους στην υγρή κατάσταση. Τα χρώματα χρησιμοποιούνται στα δομικά
έργα, για την προστασία από τη διάβρωση των δομικών έργων, για λόγους
διακόσμησης και αισθητικής, αλλά και για λόγους υγιεινής. Από τον συνδυασμό των
παραπάνω, γίνεται και η εκλογή του χρώματος βαφής μίας επιφάνειας.
Χρωστικές ουσίες:
Οι χρωστικές ουσίες πρέπει ναι
έχουν τις παρακάτω ιδιότητες:
Λεπτότητα κόκκων, για να επιτυγχάνεται η
ομοιόμορφη κατανομή
Σταθερότητα χρωματισμού προ της χρήσεως
Μεγάλη καλυπτική ικανότητα, δηλαδή, ικανότητα
κάλυψης όσο το δυνατόν μεγαλύτερης επιφάνειας, με την αυτή ποσότητα του χρώματος
Ανθεκτικότητα έναντι της θερμότητας
Χημική αδράνεια έναντι του υλικού πάνω στο οποίο
θα γίνει η επίχρωση
Οι χρωστικές ουσίες διακρίνονται ως προς την
προέλευση, σε φυσικές και συνθετικές, ως προς τον χρωματισμό και ως προς τη
χημική συμπεριφορά, έναντι του υλικού της προς βαφή επιφάνειας.
Είδη χρωστικών ουσιών:
Λευκές χρωστικές
Ανθρακικό ασβέστιο CaCO3 (ασβέστης, κιμωλία): Η
προέλευσή του μπορεί να είναι είτε φυσική είτε τεχνητή και χρησιμοποιείται ως
πλαστικοποιητική ύλη (κάνει το χρώμα παχύ).
Βασικός ανθρακικός μόλυβδος 2PbCO3Pb(OH)2 (λευκό του μολύβδου, στουπέτσι): είναι πολύ
σταθερή χρωστική στις εξωτερικές επιδράσεις. Προσβάλλεται από το υδρόθειο (H2S) και είναι δηλητηριώδες.
Κατά τη χρήση πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις γι’ αυτό χρησιμοποιείται
σπάνια.
Οξείδιο του ψευδαργύρου ZnO (λευκό του ψευδαργύρου, τσίγκος):
έχει τεχνητή προέλευση και χρησιμοποιείται κυρίως σε εσωτερικές επιχρώσεις.
Λιθοπόνιο (βαρύς τσίγκος) (μίγμα με τη συνήθη
σύνθεση 60% BaSO4,
30% ZnSO4,
2% ZnO και 2% BaCO3): παρουσιάζει μεγάλη καλυπτική ικανότητα και
αυξάνει την ταχύτητα στεγνώματος. Χρησιμοποιείται στα χρώματα και τα βερνίκια.
Διοξείδιο του τιτανίου TiO2 (λευκό του τιτανίου):
διαθέτει μεγάλη καλυπτική ικανότητα
Ερυθρές χρωστικές
Επιτετροξείδιο του μολύβδου Pb3O4(μίνιο): Το μίνιο σε σκόνη
είναι δηλητηριώδες, μετά την ανάμειξη με λινέλαιο, χάνει την τοξικότητα
(σαπωνοποιείται). Προσβάλλεται από το H2S και μαυρίζει. Με τη βοήθειά του παρασκευάζονται αντισκωριακά
χρώματα.
Άλατα του υδραργύρου (κινάβαρι και βερμιγιόν):
χρησιμοποιούνται για διακοσμήσεις και κοστίζουν πολύ
Βαθύ ερυθρό (κινάβαρι)
Ανοικτό ερυθρό (βερμιγιόν)
Μίνιο του σιδήρου: Αποτελεί φυσική χρωστική και
παρασκευάζεται από τα οξείδια του αιματίτη και του λειμωνίτη.
Ερυθρές ώχρες: Παρασκευάζονται από διάφορα ορυκτά.
Κίτρινες χρωστικές
Κίτρινο του χρωμίου: Παρασκευάζεται από άλατα
του χρωμίου και ενός μετάλλου (π.χ. σίδηρος, μόλυβδος, ψευδάργυρος, κ.λ.π.).
Ανάλογα προς το μέταλλο ποικίλλει ο τόνος του χρωματισμού από ανοικτό κίτρινο
έως πορτοκαλί.
Κίτρινες ώχρες: Ανήκουν στις φυσικές χρωστικές
και παρασκευάζονται από άργιλο και οξείδια του σιδήρου. Έχουν σταθερό
χρωματισμό.
Κυανές χρωστικές
Άλατα του χαλκού και του κοβαλτίου:
Κυανό του Βερολίνου: Παρασκευάζεται από
σιδηροκυανικούχο σίδηρο.
Πράσινες χρωστικές
Άλατα του χαλκού (πράσινο του Schweinfurt): Τα άλατά του είναι ισχυρά
δηλητήρια. Χρησιμοποιούνται στα χρώματα υποθαλασσίων κατασκευών, γιατί δεν
επιτρέπει την ανάπτυξη μικροοργανισμών.
Άλατα του χρωμίου:
Φαιές χρωστικές
Αργιλικές γαίες (π.χ. χώμα της Σιένα, φαιά ώχρα
κ.λ.π.):
Μαύρες χρωστικές
Αιθάλη (φούμο, καπνιά): Ανάλογα με την προέλευση
διακρίνεται σε αιθάλη ρητίνης, πίσσας και ασετυλίνης.
Γραφίτης: Χρησιμοποιείται στην παρασκευή
αντισκωριακών χρωμάτων.
Πίσσα: Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων
και βερνικιών.
πολίτιμες πληροφορίες,
ΑπάντησηΔιαγραφήθα πέσει πολύ μελέτη!
χάρηκα πολύ που σας βρηκα!
καληνύχτα σας!